- προφοβητικος
- προφοβητικόςπρο-φοβητικός3заранее боящийся, робкий Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προφοβητικός — ή, όν, Α [προφοβοῡμαι] αυτός που έχει την ιδιότητα να φοβάται από πριν … Dictionary of Greek
προφοβητικοί — προφοβητικός apt to fear beforehand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)